- διαρροϊκός
- η , ό[ν]1) относящийся к поносу; 2) страдающий поносом έ; αρρόφησις (-εως) η всасывание, поглощение
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
διαρροϊκός — ή, ό 1. σχετικός με διάρροια ή οφειλόμενος σε διάρροια («διαρροϊκά κόπρανα») 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από διάρροια … Dictionary of Greek
διαρροϊκός — ή, ό αυτός που έχει σχέση με τη διάρροια: Διαρροϊκά συμπτώματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διαρροικοί — διαρροικός suffering from diarrhoea masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διαρροικούς — διαρροικός suffering from diarrhoea masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
diarreico — ► adjetivo Que tiene relación con la diarrea: ■ cólico diarreico; síntomas diarreicos. * * * diarreico, a adj. De [la] diarrea. * * * diarreico, ca. (Del lat. tardío diarrhoĭcus, y este del gr. διαρροϊκός). adj. Perteneciente o relativo a la… … Enciclopedia Universal
diarreico — diarreico, ca (Del lat. tardío diarrhoĭcus, y este del gr. διαρροϊκός). adj. Perteneciente o relativo a la diarrea … Diccionario de la lengua española